- εὐανάπνευστος
- εὐανά-πνευστος, ον,A easy to repeat in a breath,
ἡ ἐν κώλοις λέξις Arist.Rh.1409b14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡ ἐν κώλοις λέξις Arist.Rh.1409b14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευανάπνευστος — εὐανάπνευστος, ον (Α) αυτός που μπορεί να επαναληφθεί με μια πνοή («λέξις ἡ τετελειωμένη τε... καὶ εὐανάπνευστος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα πνευστος (< ανα πνέω)] … Dictionary of Greek
εὐανάπνευστος — easy to repeat in a breath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάπνευστον — εὐανάπνευστος easy to repeat in a breath masc/fem acc sg εὐανάπνευστος easy to repeat in a breath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)